- πηγεσίμαλλος
- πηγεσί-μαλλος (πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πηγεσίμαλλος — thick fleeced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγεσίμαλλος — ον, Α (για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγνυμι*, με παρέκταση εσι κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] … Dictionary of Greek
πηγεσίμαλλον — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem acc sg πηγεσίμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγεσιμάλλων — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγεσιμάλλῳ — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγεσίμαλλα — πηγεσίμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγόμαλλος — ον, Μ πηγεσίμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγός + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] … Dictionary of Greek